- θεοποιήσει
- θεοποιέωmake into godsaor subj act 3rd sg (epic)θεοποιέωmake into godsfut ind mid 2nd sgθεοποιέωmake into godsfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθεϊσμός — Δοξασία που τείνει να θεοποιήσει το σύμπαν και στην οποία φτάνει κανείς με τον φιλοσοφικό στοχασμό, ξεπερνώντας, εσωτερικά, μια πολυθεϊστική θρησκεία. Στον πολυθεϊσμό, οι θεοί ενυπάρχουν στη φύση, είναι οι ίδιες οι μορφές της φυσικής… … Dictionary of Greek
αιολική ενέργεια — Μορφή μηχανικής ενέργειας που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος με την εκμετάλλευση της κίνησης του ανέμου. Ο άνεμος υπήρξε μια από τις πιο παλαιές φυσικές πηγές ενέργειας που αξιοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη (βασικά στη ναυτιλία και στους ανεμόμυλους). Η … Dictionary of Greek
Αμού Νταριά — (Amu Darya). Ο μεγαλύτερος σε υδάτινο όγκο ποταμός (1.415 χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που διαγράφει τα βόρεια σύνορα του Αφγανιστάν με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν. Σχηματίζεται στη συμβολή των ποταμών Πιάντζ και Βαχς και… … Dictionary of Greek
θεοποιώ — θεοποίησα, θεοποιήθηκα, θεοποιημένος 1. κάνω κάποιον θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν τον έρωτα. 2. εξυμνώ πολύ, αποθεώνω, αποδίδω ιδιότητες θεού σε κάποιον: Οι οπαδοί αυτού του κόμματος έχουν θεοποιήσει τον αρχηγό τους. – Στην εποχή μας οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)